- αισθηματολόγημα
- τό1) эмоциональные слова, выражения; эмоциональная речь; 2) легкомысленная любовная болтовня
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αισθηματολόγημα — το [αισθηματολογώ] η αισθηματολογία* … Dictionary of Greek
αισθηματολογώ — 1. εκφράζω ερωτικά συναισθήματα, ερωτολογώ 2. μιλώ παρασυρόμενος από τα συναισθήματά μου, χωρίς να βασίζομαι στη λογική. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθηματολόγος. ΠΑΡ. αισθηματολόγημα] … Dictionary of Greek